- ἀκάττυτος
- ἀκάττῡτος, ον,A not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακάττυτος — ἀκάττυτος, ον (Α) [καττύω, κασσύω] αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα) … Dictionary of Greek
ἀκάττυτον — ἀκάττυτος not stitched masc/fem acc sg ἀκάττυτος not stitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)